λεπτοφαής: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leptofais | |Transliteration C=leptofais | ||
|Beta Code=leptofah/s | |Beta Code=leptofah/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[feebly shining]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>5.170</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 03:10, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, feebly shining, Nonn.D.5.170.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοφαής: -ές, ἀσθενῶς λάμπων, Νόνν. Δ. 5. 170.
Greek Monolingual
λεπτοφαής ή λεπτοφανής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνοφαής, νυκτιφαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -φανής (< φαίνω), πρβλ. καταφανής, νυκτιφανής].