ἄπατος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apatos
|Transliteration C=apatos
|Beta Code=a)/patos
|Beta Code=a)/patos
|Definition=ον, (ἄτη) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[immune from punishment]], Leg.Gort.2.1, al.</span>
|Definition=ον, (ἄτη) [[immune from punishment]], Leg.Gort.2.1, al.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:20, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπᾱτος Medium diacritics: ἄπατος Low diacritics: άπατος Capitals: ΑΠΑΤΟΣ
Transliteration A: ápatos Transliteration B: apatos Transliteration C: apatos Beta Code: a)/patos

English (LSJ)

ον, (ἄτη) immune from punishment, Leg.Gort.2.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπατος: ὁ μὴ ὑπεύθυνος, ἀπηλλαγμένος πάσης εὐθύνης ἢ ἐνοχῆς [V], Νομοθεσία Γορτυν. Κρήτης ΙΙ1, IV17· Κομπαρ. 152V6, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. inmune, que no puede ser castigado, ICr.4.72.2.1 (V a.C.), cf. 2.12.3.5 (Eleuterna V/IV a.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (με μου, σου, του)
εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ' αυτού, απ' αυτόν, απ' αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός].

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. ο χωρίς πάτο, χωρίς πυθμένα
2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπατα τα πολύ βαθιά μέρη της θάλασσας
3. επίρρ. «πήγε άπατα» — βυθίστηκε, πνίγηκε.
(II)
ἄπατος, -ον (Α) άτη
αυτός που έχει απαλλαγεί από ευθύνη ή ενοχή.