κοπροδοχείο: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(21)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM κοπροδοχεῑον)<br /><b>1.</b> [[μέρος]], [[λάκκος]] στον οποίο ρίχνονται [[κόπρανα]], [[βόθρος]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]], [[αγγείο]] για τα περιττώματα<br /><b>3.</b> [[αφοδευτήριο]], [[αποχωρητήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δοχεῖον]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]])].
|mltxt=το (ΑM κοπροδοχεῖον)<br /><b>1.</b> [[μέρος]], [[λάκκος]] στον οποίο ρίχνονται [[κόπρανα]], [[βόθρος]]<br /><b>2.</b> [[δοχείο]], [[αγγείο]] για τα περιττώματα<br /><b>3.</b> [[αφοδευτήριο]], [[αποχωρητήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δοχεῖον]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (ΑM κοπροδοχεῖον)
1. μέρος, λάκκος στον οποίο ρίχνονται κόπρανα, βόθρος
2. δοχείο, αγγείο για τα περιττώματα
3. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δοχεῖον < δέχομαι)].