αποχωρητήριο

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

Greek Monolingual

το
μέρος όπου οι άνθρωποι αποβάλλουν τις ακαθαρσίες τους, ο απόπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχωρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].