ταυραφέτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tavrafetis | |Transliteration C=tavrafetis | ||
|Beta Code=taurafe/ths | |Beta Code=taurafe/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, [[the one who releases the bull]] at a bull-fight, <span class="title">LW</span>499 (Caryanda). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α·1.ο [[προμηθευτής]] ταύρων για τους αγώνες τών ταυροκαθαψίων<br /><b>2.</b> αυτός που εξαπέλυε τους ταύρους οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν και μοίραζε στους παρισταμένους τις σάρκες ταύρου που είχε θανατωθεί στους αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀφέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀφίημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>γαστρ</i>-[[αφέτης]]]. | |mltxt=ὁ, Α·1.ο [[προμηθευτής]] ταύρων για τους αγώνες τών ταυροκαθαψίων<br /><b>2.</b> αυτός που εξαπέλυε τους ταύρους οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν και μοίραζε στους παρισταμένους τις σάρκες ταύρου που είχε θανατωθεί στους αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀφέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀφίημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>γαστρ</i>-[[αφέτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, the one who releases the bull at a bull-fight, LW499 (Caryanda).
Greek Monolingual
ὁ, Α·1.ο προμηθευτής ταύρων για τους αγώνες τών ταυροκαθαψίων
2. αυτός που εξαπέλυε τους ταύρους οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν και μοίραζε στους παρισταμένους τις σάρκες ταύρου που είχε θανατωθεί στους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ἀφέτης (< ἀφίημι), πρβλ. γαστρ-αφέτης].