ὀλίζων: Difference between revisions
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olizon | |Transliteration C=olizon | ||
|Beta Code=o)li/zwn | |Beta Code=o)li/zwn | ||
|Definition=later spelling of [[ὀλείζων]], | |Definition=later spelling of [[ὀλείζων]], v. [[ὀλίγος]] VI. 1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:56, 24 August 2022
English (LSJ)
later spelling of ὀλείζων, v. ὀλίγος VI. 1.
German (Pape)
[Seite 322] ον, poet. compar. zu ὀλίγος, wie μέζων zu μέγας; Nic. Ther. 372; Ep. ad. 522 (IX, 521) ist ὀλίζον κλέος = dem Positiv; – ὀλίζωνες, Nic. Th. 123, ist auffallend (für ὀλίζονες,) u. Bentley vermuthet daher ὀλιζότεραι. S. übrigens nom. propr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίζων: -ον, ἴδε ὀλίγος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ὀλίζων και ὀλείζων, -ον (Α)
παλαιότερος τ. συγκριτ. του ολίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολίγ-jων < θ. ὀλιγ- του ὀλίγος (πρβλ. μέγας: μέζων / μείζων). Ανάμεσα στους τ. ὀλίζων και ὀλείζων αρχαιότερος πρέπει να θεωρηθεί ο τ. ὀλίζων, όπως μαρτυρεί και το παράγωγο ρ. ὀλιζῶ, ενώ το -ει- του ὀλείζων πρέπει να οφείλεται σε αναλογική επίδραση του μείζων].
Russian (Dvoretsky)
ὀλίζων: 2, gen. ονος Anth. compar. к ὀλίγος.