ὀνήλατος: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onilatos | |Transliteration C=onilatos | ||
|Beta Code=o)nh/latos | |Beta Code=o)nh/latos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[for donkeydriving]]: κλείνη ὀ. <b class="b2">donkey-saddle(?)</b>, Stud.Pal.20.46.27 (ii/iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνήλατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σύρεται από όνους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κλείνη [[ὀνήλατος]]»<br /><b>πιθ.</b> [[σαμάρι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |mltxt=[[ὀνήλατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σύρεται από όνους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κλείνη [[ὀνήλατος]]»<br /><b>πιθ.</b> [[σαμάρι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, for donkeydriving: κλείνη ὀ. donkey-saddle(?), Stud.Pal.20.46.27 (ii/iii A. D.).
Greek Monolingual
ὀνήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που σύρεται από όνους
2. φρ. «κλείνη ὀνήλατος»
πιθ. σαμάρι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].