Δωδώναθεν: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(2)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:


{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Δωδώνᾱθεν</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[from]] [[Dodona]] [[Νεοπτόλεμος]] δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. [[κρατεῖ]]) βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.53)
|sltr=<b>Δωδώνᾱθεν</b> [[from]] [[Dodona]] [[Νεοπτόλεμος]] δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. [[κρατεῖ]]) βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.53)
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:30, 3 September 2022

English (Slater)

Δωδώνᾱθεν from Dodona Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ) βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.53)

Spanish (DGE)

v. Δωδώνηθε.

Russian (Dvoretsky)

Δωδώνᾱθεν: adv. из Додоны Pind.