καύχα: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(2b)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 1: Line 1:


{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>καύχα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[vaunt]] θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ [[πρόσφορος]] (καύχαις coni. Benedictus: ἡ διὰ τῆς καυχήσεως [[ᾠδή]]. Σ.) (N. 9.7)
|sltr=<b>καύχα</b> [[vaunt]] θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ [[πρόσφορος]] (καύχαις coni. Benedictus: ἡ διὰ τῆς καυχήσεως [[ᾠδή]]. Σ.) (N. 9.7)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:10, 3 September 2022

English (Slater)

καύχα vaunt θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος (καύχαις coni. Benedictus: ἡ διὰ τῆς καυχήσεως ᾠδή. Σ.) (N. 9.7)

Greek Monolingual

η (Μ καύχα)
βλ. καύκα.

Russian (Dvoretsky)

καύχα: ἡ (только pl.) хвастовство, похвальба Pind.