Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καύκα

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

(I)
η (Μ καύκα και καύκη)
1. το καυκί
2. κεφάλι, κρανίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, «κούπα», με αλλαγή γένους].
(II)
και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα)
η ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί με την οποία πίνει κανείς, η ερωμένη»)].