συμπολεμιστής: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. συμπολεμίστρια Ν<br />αυτός που πολεμά [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμμαχητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πολεμιστής]]. Η λ. [[συμπολεμιστής]] μαρτυρείται από το 1887 στον Χαρ. Άννινο].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. συμπολεμίστρια Ν<br />αυτός που πολεμά [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμμαχητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πολεμιστής]]. Η λ. [[συμπολεμιστής]] μαρτυρείται από το 1887 στον Χαρ. Άννινο].
|mltxt=ο, θηλ. συμπολεμίστρια Ν<br />αυτός που πολεμά [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμμαχητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πολεμιστής]]. Η λ. [[συμπολεμιστής]] μαρτυρείται από το 1887 στον Χαρ. Άννινο].
}}
}}

Latest revision as of 19:22, 27 September 2022

Greek Monolingual

ο, θηλ. συμπολεμίστρια Ν
αυτός που πολεμά μαζί με κάποιον άλλο, συμμαχητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πολεμιστής. Η λ. συμπολεμιστής μαρτυρείται από το 1887 στον Χαρ. Άννινο].