συνένωση: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[συνένωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συνενῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />[[ένωση]] δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σε ένα ενιαίο [[σύνολο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) [[κατηγορία]] στην [[ταξινόμηση]] τών βιοκοινωνιών στα συστήματα μελέτης συγκεκριμένων τόπων<br />β) (γενικά) [[μεγάλη]] [[συγκέντρωση]] οργανισμών σε μια συγκεκριμένη [[περιοχή]], όπου κυριαρχούν ένα ή δύο είδη, ή [[ομάδα]] [[φυτών]] που φύονται [[μαζί]] και σχηματίζουν μια μικρή [[μονάδα]] φυσικής βλάστησης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρωμοσωμική [[συνένωση]]»<br /><b>βιολ.</b> [[ένωση]] δύο χρωμοσωμάτων με τα κεντρομερή τους.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συνένωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συνενῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />[[ένωση]] δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σε ένα ενιαίο [[σύνολο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) [[κατηγορία]] στην [[ταξινόμηση]] τών βιοκοινωνιών στα συστήματα μελέτης συγκεκριμένων τόπων<br />β) (γενικά) [[μεγάλη]] [[συγκέντρωση]] οργανισμών σε μια συγκεκριμένη [[περιοχή]], όπου κυριαρχούν ένα ή δύο είδη, ή [[ομάδα]] [[φυτών]] που φύονται [[μαζί]] και σχηματίζουν μια μικρή [[μονάδα]] φυσικής βλάστησης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρωμοσωμική [[συνένωση]]»<br /><b>βιολ.</b> [[ένωση]] δύο χρωμοσωμάτων με τα κεντρομερή τους.
|mltxt=η / [[συνένωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[συνενῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />[[ένωση]] δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σε ένα ενιαίο [[σύνολο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) [[κατηγορία]] στην [[ταξινόμηση]] τών βιοκοινωνιών στα συστήματα μελέτης συγκεκριμένων τόπων<br />β) (γενικά) [[μεγάλη]] [[συγκέντρωση]] οργανισμών σε μια συγκεκριμένη [[περιοχή]], όπου κυριαρχούν ένα ή δύο είδη, ή [[ομάδα]] [[φυτών]] που φύονται [[μαζί]] και σχηματίζουν μια μικρή [[μονάδα]] φυσικής βλάστησης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρωμοσωμική [[συνένωση]]»<br /><b>βιολ.</b> [[ένωση]] δύο χρωμοσωμάτων με τα κεντρομερή τους.
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 27 September 2022

Greek Monolingual

η / συνένωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[συνενῶ, -ώνω]]
ένωση δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σε ένα ενιαίο σύνολο
νεοελλ.
1. βιολ. α) κατηγορία στην ταξινόμηση τών βιοκοινωνιών στα συστήματα μελέτης συγκεκριμένων τόπων
β) (γενικά) μεγάλη συγκέντρωση οργανισμών σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου κυριαρχούν ένα ή δύο είδη, ή ομάδα φυτών που φύονται μαζί και σχηματίζουν μια μικρή μονάδα φυσικής βλάστησης
2. φρ. «χρωμοσωμική συνένωση»
βιολ. ένωση δύο χρωμοσωμάτων με τα κεντρομερή τους.