συνεκφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι [[ὁμοῦ]], Φιλόστρ. 852.
|lstext='''συνεκφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι [[ὁμοῦ]], Φιλόστρ. 852.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> γεννιέμαι [[μαζί]] («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> έχω την [[ίδια]] [[καταγωγή]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκφύομαι</i> «[[φυτρώνω]], γεννιέμαι»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> γεννιέμαι [[μαζί]] («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> έχω την [[ίδια]] [[καταγωγή]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκφύομαι</i> «[[φυτρώνω]], γεννιέμαι»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> γεννιέμαι [[μαζί]] («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> έχω την [[ίδια]] [[καταγωγή]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκφύομαι</i> «[[φυτρώνω]], γεννιέμαι»].
}}
}}

Revision as of 20:05, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκφύομαι Medium diacritics: συνεκφύομαι Low diacritics: συνεκφύομαι Capitals: ΣΥΝΕΚΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synekphýomai Transliteration B: synekphyomai Transliteration C: synekfyomai Beta Code: sunekfu/omai

English (LSJ)

Pass. with aor. 2 Act., to be born together, Philostr.Im.2.27; have its origin with, Gal.18(2).941, Ruf.Anat. 38.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι ὁμοῦ, Φιλόστρ. 852.

Greek Monolingual

Α
1. γεννιέμαι μαζί («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)
2. έχω την ίδια καταγωγή με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφύομαι «φυτρώνω, γεννιέμαι»].