συνεφαπτομένη: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>μαθημ.</b> τριγωνομετρική [[συνάρτηση]] που συσχετίζει [[κάθε]] [[γωνία]] με ορισμένο αριθμό ίσο με την εφαπτομένη του συμπληρώματος της γωνίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του [[συνεφάπτομαι]] «συνάπτομαι, [[εφάπτομαι]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>μαθημ.</b> τριγωνομετρική [[συνάρτηση]] που συσχετίζει [[κάθε]] [[γωνία]] με ορισμένο αριθμό ίσο με την εφαπτομένη του συμπληρώματος της γωνίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του [[συνεφάπτομαι]] «συνάπτομαι, [[εφάπτομαι]]»].
|mltxt=η, Ν<br /><b>μαθημ.</b> τριγωνομετρική [[συνάρτηση]] που συσχετίζει [[κάθε]] [[γωνία]] με ορισμένο αριθμό ίσο με την εφαπτομένη του συμπληρώματος της γωνίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του [[συνεφάπτομαι]] «συνάπτομαι, [[εφάπτομαι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
μαθημ. τριγωνομετρική συνάρτηση που συσχετίζει κάθε γωνία με ορισμένο αριθμό ίσο με την εφαπτομένη του συμπληρώματος της γωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του συνεφάπτομαι «συνάπτομαι, εφάπτομαι»].