γλία: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=gli/a
|Beta Code=gli/a
|Definition=ἡ, [[glue]], EM234.24, Suid.; cf. [[γλοιός]].
|Definition=ἡ, [[glue]], EM234.24, Suid.; cf. [[γλοιός]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[cola]], [[goma]] Hsch., Eust.1560.32, <i>EM</i> 234.24G., cf. [[γλοιός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλία''': ἡ, [[κόλλα]], Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· [[γλήνη]] παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.
|lstext='''γλία''': ἡ, [[κόλλα]], Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· [[γλήνη]] παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[cola]], [[goma]] Hsch., Eust.1560.32, <i>EM</i> 234.24G., cf. [[γλοιός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλία Medium diacritics: γλία Low diacritics: γλία Capitals: ΓΛΙΑ
Transliteration A: glía Transliteration B: glia Transliteration C: glia Beta Code: gli/a

English (LSJ)

ἡ, glue, EM234.24, Suid.; cf. γλοιός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cola, goma Hsch., Eust.1560.32, EM 234.24G., cf. γλοιός.

Greek (Liddell-Scott)

γλία: ἡ, κόλλα, Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· γλήνη παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.

Greek Monolingual

η
βλ. γλοία.

{{etym |etymtx=γλίνη, [[γλίον See also: s. γλοιός. }}

Frisk Etymology German

γλία: γλίνη, γλίον
{glía}
See also: s. γλοιός.
Page 1,312