ἀκατανάγκαστος: Difference between revisions
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)katana/gkastos | |Beta Code=a)katana/gkastos | ||
|Definition=ον, [[not compulsory]], Diogenian. Epicur.3.61, Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>5.10</span>. | |Definition=ον, [[not compulsory]], Diogenian. Epicur.3.61, Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>5.10</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no coaccionado]], [[no obligado]], [[libre]] Diogenian.Epicur.3.61, εἰ γὰρ δὴ ἀβίαστον καὶ ἀκατανάγκαστον καὶ πάντων κρεῖττον τὴν φύσιν ἀπαθὲς ὂν καὶ ἐλεύθερον τὸ θεῖον Eus.<i>PE</i> 5.9, cf. Porph. en Eus.<i>PE</i> 5.10<br /><b class="num">•</b>[[innecesario]], [[no exigido]] διὰ τὸ μέτρου Eust.961.35.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin obligar]], [[sin coacción]] Chrys.M.52.836. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατανάγκαστος''': -ον, ὁ μὴ [[ἀναγκαστικός]], ὁ μὴ ἠναγκασμένος, [[ἑκούσιος]], Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 196D, 199A. | |lstext='''ἀκατανάγκαστος''': -ον, ὁ μὴ [[ἀναγκαστικός]], ὁ μὴ ἠναγκασμένος, [[ἑκούσιος]], Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 196D, 199A. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανάγκαστος]], -ον) [[καταναγκάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[αναγκαστικός]], που δεν επιβάλλεται με τη βία<br /><b>2.</b> όποιος δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανάγκαστος]], -ον) [[καταναγκάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[αναγκαστικός]], που δεν επιβάλλεται με τη βία<br /><b>2.</b> όποιος δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, not compulsory, Diogenian. Epicur.3.61, Porph. ap. Eus.PE5.10.
Spanish (DGE)
-ον
1 no coaccionado, no obligado, libre Diogenian.Epicur.3.61, εἰ γὰρ δὴ ἀβίαστον καὶ ἀκατανάγκαστον καὶ πάντων κρεῖττον τὴν φύσιν ἀπαθὲς ὂν καὶ ἐλεύθερον τὸ θεῖον Eus.PE 5.9, cf. Porph. en Eus.PE 5.10
•innecesario, no exigido διὰ τὸ μέτρου Eust.961.35.
2 adv. -ως sin obligar, sin coacción Chrys.M.52.836.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατανάγκαστος: -ον, ὁ μὴ ἀναγκαστικός, ὁ μὴ ἠναγκασμένος, ἑκούσιος, Εὐσ. Εὐαγ. Πρ. 196D, 199A.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατανάγκαστος, -ον) καταναγκάζω
1. αυτός που δεν είναι αναγκαστικός, που δεν επιβάλλεται με τη βία
2. όποιος δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό.