ἀνεκπλήρωτος: Difference between revisions
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nekplh/rwtos | |Beta Code=a)nekplh/rwtos | ||
|Definition=ον, [[incapable of fulfilment]], τἀγαθὸν<οὐκ>-τον Phld.<span class="title">D.</span>1.12. | |Definition=ον, [[incapable of fulfilment]], τἀγαθὸν<οὐκ>-τον Phld.<span class="title">D.</span>1.12. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[imposible de realizar]] τἀγαθόν Phld.<i>D</i>.1.12. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεκπλήρωτος''': -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott. | |lstext='''ἀνεκπλήρωτος''': -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεκπλήρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να εκπληρωθεί, [[απραγματοποίητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν έχει [[ακόμη]] ολοκληρωθεί. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεκπλήρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να εκπληρωθεί, [[απραγματοποίητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν έχει [[ακόμη]] ολοκληρωθεί. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, incapable of fulfilment, τἀγαθὸν<οὐκ>-τον Phld.D.1.12.
Spanish (DGE)
-ον imposible de realizar τἀγαθόν Phld.D.1.12.
German (Pape)
[Seite 221] nicht auszufüllen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεκπλήρωτος: -ον, ὁ μὴ πληρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πληρωθῇ, Ἀποσπ. Ἡρακλεωτ. σ. 211 Scott.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεκπλήρωτος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί, απραγματοποίητος
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.