ἀνεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nektiko/s
|Beta Code=a)nektiko/s
|Definition=ή, όν, (ἀνέχομαι) [[enduring]], [[patient]], τῶν ἰδιωτῶν <span class="bibl">M.Ant. 1.9</span>; τινός <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.22.36</span>. Adv. -κῶς Hierocl. [[inCA]]<span class="bibl">12p.447M.</span>
|Definition=ή, όν, (ἀνέχομαι) [[enduring]], [[patient]], τῶν ἰδιωτῶν <span class="bibl">M.Ant. 1.9</span>; τινός <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.22.36</span>. Adv. -κῶς Hierocl. [[inCA]]<span class="bibl">12p.447M.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sufrido]], [[paciente]] c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual</i> Arr.<i>Epict</i>.2.22.36, [[διδαχή]] Euthal.<i>Epp.Paul</i>.M.85.768C.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[pacientemente]] ἀκροᾶσθαι Hierocl.<i>in CA</i> 12.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεκτικός''': -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145.
|lstext='''ἀνεκτικός''': -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sufrido]], [[paciente]] c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual</i> Arr.<i>Epict</i>.2.22.36, [[διδαχή]] Euthal.<i>Epp.Paul</i>.M.85.768C.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[pacientemente]] ἀκροᾶσθαι Hierocl.<i>in CA</i> 12.6.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνεκτικός]], -ή, -όν) [[ανέχω]]<br />ο [[ικανός]] να ανέχεται, [[εκείνος]] που δείχνει [[ανοχή]], [[υπομονητικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνεκτικός]], -ή, -όν) [[ανέχω]]<br />ο [[ικανός]] να ανέχεται, [[εκείνος]] που δείχνει [[ανοχή]], [[υπομονητικός]].
}}
}}

Revision as of 13:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκτικός Medium diacritics: ἀνεκτικός Low diacritics: ανεκτικός Capitals: ΑΝΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anektikós Transliteration B: anektikos Transliteration C: anektikos Beta Code: a)nektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἀνέχομαι) enduring, patient, τῶν ἰδιωτῶν M.Ant. 1.9; τινός Arr.Epict.2.22.36. Adv. -κῶς Hierocl. inCA12p.447M.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sufrido, paciente c. gen. obj. τῶν ἰδιωτῶν M.Ant.1.9, τοῦ δ' ἀνομοίου ἀ. y sufrido con quien no es su igual Arr.Epict.2.22.36, διδαχή Euthal.Epp.Paul.M.85.768C.
2 adv. -ῶς pacientemente ἀκροᾶσθαι Hierocl.in CA 12.6.

German (Pape)

[Seite 221] duldsam, geduldig, M. Anton. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκτικός: -ή, -όν, (ἀνέχομαι) ὁ ἀνεχόμενος, ὁ ὑπομονητικός, Μ. Ἀντων. 1. 9· τινὸς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 36. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἱεροκλ. Πυθ. σ. 145.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνεκτικός, -ή, -όν) ανέχω
ο ικανός να ανέχεται, εκείνος που δείχνει ανοχή, υπομονητικός.