ἀποφλεγματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)poflegmati/zw
|Beta Code=a)poflegmati/zw
|Definition=[[purge away phlegm]] or [[cleanse from it]], Dsc.2.159, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.8.10.2</span>; [[promote the discharge of phlegm]] or [[mucus]], Gal. 11.769, etc.
|Definition=[[purge away phlegm]] or [[cleanse from it]], Dsc.2.159, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.8.10.2</span>; [[promote the discharge of phlegm]] or [[mucus]], Gal. 11.769, etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=medic. [[evacuar las flemas]] Dsc.2.159, Antyll. en Orib.8.10.2, Gal.11.769.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφλεγματίζω''': ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ [[πέπερι]]) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, [[αὐτόθι]] 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην.
|lstext='''ἀποφλεγματίζω''': ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ [[πέπερι]]) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, [[αὐτόθι]] 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=medic. [[evacuar las flemas]] Dsc.2.159, Antyll. en Orib.8.10.2, Gal.11.769.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποφλεγματίζω]] (Α)<br />(για φάρμακα) [[συντελώ]] στο να διαλυθούν και να βγουν τα φλέγματα.
|mltxt=[[ἀποφλεγματίζω]] (Α)<br />(για φάρμακα) [[συντελώ]] στο να διαλυθούν και να βγουν τα φλέγματα.
}}
}}

Revision as of 14:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφλεγμᾰτίζω Medium diacritics: ἀποφλεγματίζω Low diacritics: αποφλεγματίζω Capitals: ΑΠΟΦΛΕΓΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apophlegmatízō Transliteration B: apophlegmatizō Transliteration C: apoflegmatizo Beta Code: a)poflegmati/zw

English (LSJ)

purge away phlegm or cleanse from it, Dsc.2.159, Antyll. ap. Orib.8.10.2; promote the discharge of phlegm or mucus, Gal. 11.769, etc.

Spanish (DGE)

medic. evacuar las flemas Dsc.2.159, Antyll. en Orib.8.10.2, Gal.11.769.

German (Pape)

[Seite 335] den Schleim abführen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφλεγματίζω: ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ πέπερι) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, αὐτόθι 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην.

Greek Monolingual

ἀποφλεγματίζω (Α)
(για φάρμακα) συντελώ στο να διαλυθούν και να βγουν τα φλέγματα.