ἀπρόϊτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)pro/i+tos | |Beta Code=a)pro/i+tos | ||
|Definition=[ῐ], ον, [[not proceeding]] or [[emanating]] (cf. [[ἀπρόοδος]]), <span class="bibl">Dam. <span class="title">Pr.</span>34</span>; θερμή Gal.14.729. Adv. -τως Hsch. | |Definition=[ῐ], ον, [[not proceeding]] or [[emanating]] (cf. [[ἀπρόοδος]]), <span class="bibl">Dam. <span class="title">Pr.</span>34</span>; θερμή Gal.14.729. Adv. -τως Hsch. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de animados [[que no sale al exterior]] ὁ [[Διόσκορος]] σήμερον [[δέκα]] ἡμέραι (l. ἡμέρας) ἀπρόϊτός ἐστιν <i>SB</i> 7330.9 (II d.C.), [[ἄρκτος]] Eustr.<i>in EN</i> 328, [[ἄνθρωπος]] Horap.2.64<br /><b class="num">•</b>en sent. fil. [[que no emana]] ἐκεῖνο [[ἄρα]] πάντῃ ἀπρόϊτον, οὐδὲ ἔλλαμψιν ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] προϊέμενον εἰς οὐδὲν τῶν πάντων Dam.<i>Pr</i>.34, cf. Io.Mal.<i>Chron</i>.M.97.532B<br /><b class="num">•</b>[[ἀπρόϊτος]]· [[ἀνέξοδος]] Hsch., Sud.<br /><b class="num">2</b> [[intolerable]] σημειούμεθα δὲ τοὺς πυρέττοντας ἐκ τῆς θερμῆς τῆς ἐπιτεταμένης καὶ ἀπροΐτου οὔσης diagnosticamos a los que tienen fiebre por el calor intenso e intolerable</i> Gal.14.729.<br /><b class="num">3</b> neutr. subst. τὸ ἀπρόϊτον Ephr.Syr.3.425F. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόϊτος''': -ον, «[[ἀνέξοδος]]» Κύριλλ.· «[[ἀπρόϊτος]], ὁ τῆς οἰκίας μὴ ἐξερχόμενος» Σουΐδ.· ἐν γένει ὁ μὴ ἐξερχόμενος ἔκ τινος μέρους, «τῶν χειλέων τοῦ βασιλέως ἀπρόϊτα» Νικ. Χων. σ. 52. 24. - Ἐπίρρ. ἀπροΐτως, «ἀνεξόδως» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀπρόϊτος''': -ον, «[[ἀνέξοδος]]» Κύριλλ.· «[[ἀπρόϊτος]], ὁ τῆς οἰκίας μὴ ἐξερχόμενος» Σουΐδ.· ἐν γένει ὁ μὴ ἐξερχόμενος ἔκ τινος μέρους, «τῶν χειλέων τοῦ βασιλέως ἀπρόϊτα» Νικ. Χων. σ. 52. 24. - Ἐπίρρ. ἀπροΐτως, «ἀνεξόδως» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπρόϊτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δεν βγαίνει έξω, που μένει κλεισμένος [[κάπου]]. | |mltxt=[[ἀπρόϊτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δεν βγαίνει έξω, που μένει κλεισμένος [[κάπου]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, not proceeding or emanating (cf. ἀπρόοδος), Dam. Pr.34; θερμή Gal.14.729. Adv. -τως Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 de animados que no sale al exterior ὁ Διόσκορος σήμερον δέκα ἡμέραι (l. ἡμέρας) ἀπρόϊτός ἐστιν SB 7330.9 (II d.C.), ἄρκτος Eustr.in EN 328, ἄνθρωπος Horap.2.64
•en sent. fil. que no emana ἐκεῖνο ἄρα πάντῃ ἀπρόϊτον, οὐδὲ ἔλλαμψιν ἀφ' ἑαυτοῦ προϊέμενον εἰς οὐδὲν τῶν πάντων Dam.Pr.34, cf. Io.Mal.Chron.M.97.532B
•ἀπρόϊτος· ἀνέξοδος Hsch., Sud.
2 intolerable σημειούμεθα δὲ τοὺς πυρέττοντας ἐκ τῆς θερμῆς τῆς ἐπιτεταμένης καὶ ἀπροΐτου οὔσης diagnosticamos a los que tienen fiebre por el calor intenso e intolerable Gal.14.729.
3 neutr. subst. τὸ ἀπρόϊτον Ephr.Syr.3.425F.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόϊτος: -ον, «ἀνέξοδος» Κύριλλ.· «ἀπρόϊτος, ὁ τῆς οἰκίας μὴ ἐξερχόμενος» Σουΐδ.· ἐν γένει ὁ μὴ ἐξερχόμενος ἔκ τινος μέρους, «τῶν χειλέων τοῦ βασιλέως ἀπρόϊτα» Νικ. Χων. σ. 52. 24. - Ἐπίρρ. ἀπροΐτως, «ἀνεξόδως» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀπρόϊτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν βγαίνει έξω, που μένει κλεισμένος κάπου.