ἀρρίπιστος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)rri/pistos
|Beta Code=a)rri/pistos
|Definition=[ῑ], ον, [[not cooled]] or [[ventilated]], Gal.10.745.
|Definition=[ῑ], ον, [[not cooled]] or [[ventilated]], Gal.10.745.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no ventilado]] σώματα Gal.10.745.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρρίπιστος''': [ῑ], -ον, μὴ ῥιπισθείς, μὴ ξηρανθείς, Γαλην. τ. 10, σ. 251.
|lstext='''ἀρρίπιστος''': [ῑ], -ον, μὴ ῥιπισθείς, μὴ ξηρανθείς, Γαλην. τ. 10, σ. 251.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no ventilado]] σώματα Gal.10.745.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρρίπιστος]], -ον (Α) [[ριπίζω]]<br />αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί.
|mltxt=[[ἀρρίπιστος]], -ον (Α) [[ριπίζω]]<br />αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί.
}}
}}

Revision as of 14:02, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρίπιστος Medium diacritics: ἀρρίπιστος Low diacritics: αρρίπιστος Capitals: ΑΡΡΙΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: arrípistos Transliteration B: arripistos Transliteration C: arripistos Beta Code: a)rri/pistos

English (LSJ)

[ῑ], ον, not cooled or ventilated, Gal.10.745.

Spanish (DGE)

-ον no ventilado σώματα Gal.10.745.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρίπιστος: [ῑ], -ον, μὴ ῥιπισθείς, μὴ ξηρανθείς, Γαλην. τ. 10, σ. 251.

Greek Monolingual

ἀρρίπιστος, -ον (Α) ριπίζω
αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί.