ἀρθροκηδής: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)rqrokhdh/s
|Beta Code=a)rqrokhdh/s
|Definition=ές, [[limb-distressing]], πόνοι Luc. <span class="title">Trag.</span>15.
|Definition=ές, [[limb-distressing]], πόνοι Luc. <span class="title">Trag.</span>15.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[que afecta a las articulaciones]] πόνοι Luc.<i>Trag</i>.15.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρθροκηδής''': -ές, ὁ τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος λυμαινόμενος, ἀρθροκηδέσιν πόνοις Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 15.
|lstext='''ἀρθροκηδής''': -ές, ὁ τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος λυμαινόμενος, ἀρθροκηδέσιν πόνοις Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 15.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές [[que afecta a las articulaciones]] πόνοι Luc.<i>Trag</i>.15.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρθροκηδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />[[ενοχλητικός]] στις αρθρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άρθρον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κήδος]]].
|mltxt=[[ἀρθροκηδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />[[ενοχλητικός]] στις αρθρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άρθρον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κήδος]]].
}}
}}

Revision as of 14:03, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρθροκηδής Medium diacritics: ἀρθροκηδής Low diacritics: αρθροκηδής Capitals: ΑΡΘΡΟΚΗΔΗΣ
Transliteration A: arthrokēdḗs Transliteration B: arthrokēdēs Transliteration C: arthrokidis Beta Code: a)rqrokhdh/s

English (LSJ)

ές, limb-distressing, πόνοι Luc. Trag.15.

Spanish (DGE)

-ές que afecta a las articulaciones πόνοι Luc.Trag.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθροκηδής: -ές, ὁ τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος λυμαινόμενος, ἀρθροκηδέσιν πόνοις Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 15.

Greek Monolingual

ἀρθροκηδής (-οῦς), -ές (Α)
ενοχλητικός στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + -κηδής < κήδος].