ἀσύμμικτος: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)su/mmiktos
|Beta Code=a)su/mmiktos
|Definition=ον, [[incapable of blending]], στοιχεῖα <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>.
|Definition=ον, [[incapable of blending]], στοιχεῖα <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>22</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede mezclar]] ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα D.H.<i>Comp</i>.22.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύμμικτος''': -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7.
|lstext='''ἀσύμμικτος''': -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede mezclar]] ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα D.H.<i>Comp</i>.22.14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσύμμικτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να συμμιχθεί ή να συνενωθεί με κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σύμμικτος]] <span style="color: red;"><</span> [[συμμειγνύω]]].
|mltxt=[[ἀσύμμικτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να συμμιχθεί ή να συνενωθεί με κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σύμμικτος]] <span style="color: red;"><</span> [[συμμειγνύω]]].
}}
}}

Revision as of 14:51, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύμμικτος Medium diacritics: ἀσύμμικτος Low diacritics: ασύμμικτος Capitals: ΑΣΥΜΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: asýmmiktos Transliteration B: asymmiktos Transliteration C: asymmiktos Beta Code: a)su/mmiktos

English (LSJ)

ον, incapable of blending, στοιχεῖα D.H.Comp.22.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede mezclar ἀσύμμικτα ... φύσει ταῦτα τὰ στοιχεῖα καὶ ἀκόλλητα D.H.Comp.22.14.

German (Pape)

[Seite 380] unvermischt, unvereinbar, D. Hal. C. V. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμμικτος: -ον, μὴ δυνάμενος νὰ συμμιχθῇ, νὰ ἑνωθῇ μετ’ ἄλλου, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22: - τὸ ούσιαστ. ἀσυμμιξία Διον. Ἀρεοπ. π. Θ. Ὀν. 4. 7.

Greek Monolingual

ἀσύμμικτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να συμμιχθεί ή να συνενωθεί με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σύμμικτος < συμμειγνύω].