ἀσκαμωνία: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)skamwni/a
|Beta Code=a)skamwni/a
|Definition=ἡ, = [[σκαμωνία]], <span class="title">Gp.</span>12.19.18, <span class="title">Hippiatr.</span>31, Suid.
|Definition=ἡ, = [[σκαμωνία]], <span class="title">Gp.</span>12.19.18, <span class="title">Hippiatr.</span>31, Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />bot. [[escamonea]], [[Conuoluulus scammonia]] L., <i>Gp</i>.12.19.18, <i>Hippiatr</i>.31.4 (cód.), Sud., Tz.<i>Ep</i>.92.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκαμωνία''': ἡ, = σκαμωνία, [[εἶδος]] βοτάνης ἰατρικῆς, Τζέτζ. Ἐπιστ. 92. σ. 81, Σουΐδ.
|lstext='''ἀσκαμωνία''': ἡ, = σκαμωνία, [[εἶδος]] βοτάνης ἰατρικῆς, Τζέτζ. Ἐπιστ. 92. σ. 81, Σουΐδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />bot. [[escamonea]], [[Conuoluulus scammonia]] L., <i>Gp</i>.12.19.18, <i>Hippiatr</i>.31.4 (cód.), Sud., Tz.<i>Ep</i>.92.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσκαμωνία]], η (Μ)<br />το [[φυτό]] περιαλλόκαυλον η [[σκαμωνία]] (από τις ρίζες του παρασκευαζόταν καθαρτικό [[εκχύλισμα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (προθετικό) <span style="color: red;">+</span> [[σκαμωνία]]].
|mltxt=[[ἀσκαμωνία]], η (Μ)<br />το [[φυτό]] περιαλλόκαυλον η [[σκαμωνία]] (από τις ρίζες του παρασκευαζόταν καθαρτικό [[εκχύλισμα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (προθετικό) <span style="color: red;">+</span> [[σκαμωνία]]].
}}
}}

Revision as of 14:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκᾰμωνία Medium diacritics: ἀσκαμωνία Low diacritics: ασκαμωνία Capitals: ΑΣΚΑΜΩΝΙΑ
Transliteration A: askamōnía Transliteration B: askamōnia Transliteration C: askamonia Beta Code: a)skamwni/a

English (LSJ)

ἡ, = σκαμωνία, Gp.12.19.18, Hippiatr.31, Suid.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
bot. escamonea, Conuoluulus scammonia L., Gp.12.19.18, Hippiatr.31.4 (cód.), Sud., Tz.Ep.92.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαμωνία: ἡ, = σκαμωνία, εἶδος βοτάνης ἰατρικῆς, Τζέτζ. Ἐπιστ. 92. σ. 81, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀσκαμωνία, η (Μ)
το φυτό περιαλλόκαυλον η σκαμωνία (από τις ρίζες του παρασκευαζόταν καθαρτικό εκχύλισμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθετικό) + σκαμωνία].