ἔνδεσμα: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)/ndesma
|Beta Code=e)/ndesma
|Definition=ατος, τό, [[amulet]], Dsc.2.114.
|Definition=ατος, τό, [[amulet]], Dsc.2.114.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[atado]], [[atadijo]] ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδεσμα''': τό [[περίαμμα]], περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ [[τέλος]]· - πρβλ. [[ἔνδεμα]].
|lstext='''ἔνδεσμα''': τό [[περίαμμα]], περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ [[τέλος]]· - πρβλ. [[ἔνδεμα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[atado]], [[atadijo]] ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἔνδεσμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δέσμη]], [[ορμαθός]]<br /><b>αρχ.</b><br />περίαπτον, [[φυλαχτό]].
|mltxt=το (Α [[ἔνδεσμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δέσμη]], [[ορμαθός]]<br /><b>αρχ.</b><br />περίαπτον, [[φυλαχτό]].
}}
}}

Revision as of 16:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδεσμα Medium diacritics: ἔνδεσμα Low diacritics: ένδεσμα Capitals: ΕΝΔΕΣΜΑ
Transliteration A: éndesma Transliteration B: endesma Transliteration C: endesma Beta Code: e)/ndesma

English (LSJ)

ατος, τό, amulet, Dsc.2.114.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
atado, atadijo ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδεσμα: τό περίαμμα, περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ τέλος· - πρβλ. ἔνδεμα.

Greek Monolingual

το (Α ἔνδεσμα)
νεοελλ.
δέσμη, ορμαθός
αρχ.
περίαπτον, φυλαχτό.