γλαυκωπός: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto brillante]] ἡ δ' [[ἐλαία]] [[δῶρον]] αὐτῇ (Ἀθηνᾶ) ... διὰ τὸ γ. τι ἔχειν Corn.<i>ND</i> 20 (pero tal vez con connotación de color, cf. 2 y [[γλαυκός]])<br /><b class="num">•</b>ref. a la mirada, subst. τὸ γ.: τὰ γλαυκωπὰ τῶν θηρίων Eust.86.36, τὸ γ. ᾠκείωται τῇ Ἀθηνᾷ ὡς ἀθρητικῇ βλεπτικόν Eust.86.46.<br /><b class="num">2</b> [[de color azul o verde brillante]] τὰ ... τῆς κεφαλῆς πτίλα γλαυκωπά del ave denominada κατρεύς Ael.<i>NA</i> 17.23.
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[de aspecto brillante]] ἡ δ' [[ἐλαία]] [[δῶρον]] αὐτῇ (Ἀθηνᾶ) ... διὰ τὸ γ. τι ἔχειν Corn.<i>ND</i> 20 (pero tal vez con connotación de color, cf. 2 y [[γλαυκός]])<br /><b class="num">•</b>ref. a la mirada, subst. τὸ γ.: τὰ γλαυκωπὰ τῶν θηρίων Eust.86.36, τὸ γ. ᾠκείωται τῇ Ἀθηνᾷ ὡς ἀθρητικῇ βλεπτικόν Eust.86.46.<br /><b class="num">2</b> [[de color azul o verde brillante]] τὰ ... τῆς κεφαλῆς πτίλα γλαυκωπά del ave denominada κατρεύς Ael.<i>NA</i> 17.23.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[γλαυκῶπις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλαυκωπός''': -όν, = τῷ προηγ., Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 17. 23, Εὐστ. 86. 46·‒ [[ὡσαύτως]] -ώπης, ὁ, Εὐστ. 1389. 2.
|lstext='''γλαυκωπός''': -όν, = τῷ προηγ., Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 17. 23, Εὐστ. 86. 46·‒ [[ὡσαύτως]] -ώπης, ὁ, Εὐστ. 1389. 2.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[γλαυκῶπις]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[γλαυκωπός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλαυκά μάτια<br /><b>2.</b> [[γλαυκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[γλαυκωπός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλαυκά μάτια<br /><b>2.</b> [[γλαυκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i>].
}}
}}

Revision as of 18:29, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκωπός Medium diacritics: γλαυκωπός Low diacritics: γλαυκωπός Capitals: ΓΛΑΥΚΩΠΟΣ
Transliteration A: glaukōpós Transliteration B: glaukōpos Transliteration C: glafkopos Beta Code: glaukwpo/s

English (LSJ)

όν, = foreg., Corn.ND20, Ael.NA17.23, Eust.86.46:—also γλαυκ-ώπης, ὁ, Eust.1389.2.

Spanish (DGE)

-όν
1 de aspecto brillante ἡ δ' ἐλαία δῶρον αὐτῇ (Ἀθηνᾶ) ... διὰ τὸ γ. τι ἔχειν Corn.ND 20 (pero tal vez con connotación de color, cf. 2 y γλαυκός)
ref. a la mirada, subst. τὸ γ.: τὰ γλαυκωπὰ τῶν θηρίων Eust.86.36, τὸ γ. ᾠκείωται τῇ Ἀθηνᾷ ὡς ἀθρητικῇ βλεπτικόν Eust.86.46.
2 de color azul o verde brillante τὰ ... τῆς κεφαλῆς πτίλα γλαυκωπά del ave denominada κατρεύς Ael.NA 17.23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. γλαυκῶπις.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκωπός: -όν, = τῷ προηγ., Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 17. 23, Εὐστ. 86. 46·‒ ὡσαύτως -ώπης, ὁ, Εὐστ. 1389. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ γλαυκωπός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει γλαυκά μάτια
2. γλαυκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + -ωπός].