κατατρωματίζω: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
(nl)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katatrwmati/zw
|Beta Code=katatrwmati/zw
|Definition=Ion. for κατατραυμ-.
|Definition=Ion. for κατατραυμ-.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[κατατραυματίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατρωματίζω''': Ἰων. ἀντὶ κατατραυμ-, Ἡρόδ.
|lstext='''κατατρωματίζω''': Ἰων. ἀντὶ κατατραυμ-, Ἡρόδ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[κατατραυματίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρωματίζω Medium diacritics: κατατρωματίζω Low diacritics: κατατρωματίζω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΩΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katatrōmatízō Transliteration B: katatrōmatizō Transliteration C: katatromatizo Beta Code: katatrwmati/zw

English (LSJ)

Ion. for κατατραυμ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κατατραυματίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρωματίζω: Ἰων. ἀντὶ κατατραυμ-, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

κατατρωματίζω (Α)
ιων. τ. βλ. κατατραυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρωματίζω, ιων. τ. του τραυματίζω.

Greek Monotonic

κατατρωματίζω: Ιων. αντί κατατραυμ-.

Russian (Dvoretsky)

κατατρωματίζω: ион. = κατατραυματίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω.