λυγκούριον: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lugkou/rion
|Beta Code=lugkou/rion
|Definition=v. [[λυγγούριον]].
|Definition=v. [[λυγγούριον]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ambre fossile.<br />'''Étymologie:''' [[λύγξ]]¹, [[οὐρέω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λυγκούριον''': λιγκούριον, ἢ [[λιγγούριον]], τό, [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου· κατά τινας [[εἶδος]] ὑπερύθρου ἠλέκτρου («κεχριμπαρίου»), ἀλλὰ πιθανώτερον ὁ παρὰ νεωτέροις ὑάκινθος ([[ἄλλος]] ἢ ὁ παρὰ παλαιοῖς (ἴδε τὴν λέξ. ὑάκινθος), Θεοφρ. π. Λίθ. 26, Διοσκ. 2. 100.
|lstext='''λυγκούριον''': λιγκούριον, ἢ [[λιγγούριον]], τό, [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου· κατά τινας [[εἶδος]] ὑπερύθρου ἠλέκτρου («κεχριμπαρίου»), ἀλλὰ πιθανώτερον ὁ παρὰ νεωτέροις ὑάκινθος ([[ἄλλος]] ἢ ὁ παρὰ παλαιοῖς (ἴδε τὴν λέξ. ὑάκινθος), Θεοφρ. π. Λίθ. 26, Διοσκ. 2. 100.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ambre fossile.<br />'''Étymologie:''' [[λύγξ]]¹, [[οὐρέω]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυγκούριον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λυγγούριον]].
|mltxt=[[λυγκούριον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λυγγούριον]].
}}
}}

Revision as of 22:44, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγκούριον Medium diacritics: λυγκούριον Low diacritics: λυγκούριον Capitals: ΛΥΓΚΟΥΡΙΟΝ
Transliteration A: lynkoúrion Transliteration B: lynkourion Transliteration C: lygkoyrion Beta Code: lugkou/rion

English (LSJ)

v. λυγγούριον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.

Greek (Liddell-Scott)

λυγκούριον: λιγκούριον, ἢ λιγγούριον, τό, εἶδος πολυτίμου λίθου· κατά τινας εἶδος ὑπερύθρου ἠλέκτρου («κεχριμπαρίου»), ἀλλὰ πιθανώτερον ὁ παρὰ νεωτέροις ὑάκινθος (ἄλλος ἢ ὁ παρὰ παλαιοῖς (ἴδε τὴν λέξ. ὑάκινθος), Θεοφρ. π. Λίθ. 26, Διοσκ. 2. 100.

Greek Monolingual

λυγκούριον, τὸ (Α)
βλ. λυγγούριον.