σκηνορράφος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=skhnorra/fos
|Beta Code=skhnorra/fos
|Definition=[ᾰ], ον, ([[ῥάπτω]]) [[sewing tents]]: as [[substantive]], [[tentmaker]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.1</span>.
|Definition=[ᾰ], ον, ([[ῥάπτω]]) [[sewing tents]]: as [[substantive]], [[tentmaker]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.1</span>.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[ῥάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκηνορράφος''': -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― [[ὡσαύτως]], σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.
|lstext='''σκηνορράφος''': -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― [[ὡσαύτως]], σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[ῥάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α<br />[[κατασκευαστής]] σκηνών, αντισκήνων, [[σκηνοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δολο</i>-<i>ρράφος</i>].
|mltxt=ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α<br />[[κατασκευαστής]] σκηνών, αντισκήνων, [[σκηνοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δολο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνορρᾰ́φος Medium diacritics: σκηνορράφος Low diacritics: σκηνορράφος Capitals: ΣΚΗΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skēnorráphos Transliteration B: skēnorraphos Transliteration C: skinorrafos Beta Code: skhnorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ῥάπτω) sewing tents: as substantive, tentmaker, Ael.VH2.1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.
Étymologie: σκηνή, ῥάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνορράφος: -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― ὡσαύτως, σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α
κατασκευαστής σκηνών, αντισκήνων, σκηνοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ρράφος (< ῥάπτω), πρβλ. δολο-ρράφος].