ἀργώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[perezoso]] τὸ δὲ φλέγμα (τὴν ψυχὴν ... ἐργάζεται) ἀργωδεστέραν <i>An.Ox</i>.3.133.24.
|dgtxt=-ες<br />[[perezoso]] τὸ δὲ φλέγμα (τὴν ψυχὴν ... ἐργάζεται) ἀργωδεστέραν <i>An.Ox</i>.3.133.24.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />paresseux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]², -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργώδης''': -ες, ὁ, [[ἀργός]], [[ὀκνηρός]], τοὺς ἀργώδεις καὶ ὑπνώδεις Αἰσώπ. Μῦθ. 413, ἔκδ. Ἁλμίου, 284 ἔκδ. Κοραῆ.
|lstext='''ἀργώδης''': -ες, ὁ, [[ἀργός]], [[ὀκνηρός]], τοὺς ἀργώδεις καὶ ὑπνώδεις Αἰσώπ. Μῦθ. 413, ἔκδ. Ἁλμίου, 284 ἔκδ. Κοραῆ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />paresseux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]², -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργώδης]] (-ους), -ες (AM) [[[αργός]] (II)]<br />ο [[οκνηρός]].
|mltxt=[[ἀργώδης]] (-ους), -ες (AM) [[[αργός]] (II)]<br />ο [[οκνηρός]].
}}
}}

Revision as of 13:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργώδης Medium diacritics: ἀργώδης Low diacritics: αργώδης Capitals: ΑΡΓΩΔΗΣ
Transliteration A: argṓdēs Transliteration B: argōdēs Transliteration C: argodis Beta Code: a)rgw/dhs

English (LSJ)

ες, lazy, Aesop.413.

Spanish (DGE)

-ες
perezoso τὸ δὲ φλέγμα (τὴν ψυχὴν ... ἐργάζεται) ἀργωδεστέραν An.Ox.3.133.24.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
paresseux.
Étymologie: ἀργός², -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργώδης: -ες, ὁ, ἀργός, ὀκνηρός, τοὺς ἀργώδεις καὶ ὑπνώδεις Αἰσώπ. Μῦθ. 413, ἔκδ. Ἁλμίου, 284 ἔκδ. Κοραῆ.

Greek Monolingual

ἀργώδης (-ους), -ες (AM) [[[αργός]] (II)]
ο οκνηρός.