ῥάματα: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=r(a/mata
|Beta Code=r(a/mata
|Definition=[[βοτρύδια]], [[σταφυλίς]] (Maced.), Hsch. ῥαμβάς· <b class="b3">ὁ δήμιος</b>, Id. (cf. [[ῥαιβίας]]).
|Definition=[[βοτρύδια]], [[σταφυλίς]] (Maced.), Hsch. ῥαμβάς· <b class="b3">ὁ δήμιος</b>, Id. (cf. [[ῥαιβίας]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>fruit</i> = [[σταφυλίς]].<br />'''Étymologie:''' mot macédonien.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥάματα''': «βοτρύδια. [[σταφυλίς]], Μακεδόνες» Ἡσύχ.
|lstext='''ῥάματα''': «βοτρύδια. [[σταφυλίς]], Μακεδόνες» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<i>fruit</i> = [[σταφυλίς]].<br />'''Étymologie:''' mot macédonien.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «βοτρύδια, [[σταφυλίς]]. Μακεδόνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. <i>ῥάξ</i>, <i>ῥαγός</i> «[[ρώγα]]» και έχει πιθ. προέλθει από τ. <i>ῥάγματα</i>].
|mltxt=τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «βοτρύδια, [[σταφυλίς]]. Μακεδόνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. <i>ῥάξ</i>, <i>ῥαγός</i> «[[ρώγα]]» και έχει πιθ. προέλθει από τ. <i>ῥάγματα</i>].
}}
}}

Revision as of 18:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάματα Medium diacritics: ῥάματα Low diacritics: ράματα Capitals: ΡΑΜΑΤΑ
Transliteration A: rhámata Transliteration B: rhamata Transliteration C: ramata Beta Code: r(a/mata

English (LSJ)

βοτρύδια, σταφυλίς (Maced.), Hsch. ῥαμβάς· ὁ δήμιος, Id. (cf. ῥαιβίας).

French (Bailly abrégé)

fruit = σταφυλίς.
Étymologie: mot macédonien.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάματα: «βοτρύδια. σταφυλίς, Μακεδόνες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «βοτρύδια, σταφυλίς. Μακεδόνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ῥάξ, ῥαγός «ρώγα» και έχει πιθ. προέλθει από τ. ῥάγματα].