εὑρετέος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]]. | |btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὑρετέος:''' adj. verb. к [[εὑρίσκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ. | |lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὑρετέος]], η, ον verb. adj. of [[εὑρίσκω]],]<br />to be discovered, [[found]] out, Thuc. | |mdlsjtxt=[[εὑρετέος]], η, ον verb. adj. of [[εὑρίσκω]],]<br />to be discovered, [[found]] out, Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, to be discovered, found out, Th.3.45.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
εὑρετέος: adj. verb. к εὑρίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.
Greek Monotonic
εὑρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
Middle Liddell
εὑρετέος, η, ον verb. adj. of εὑρίσκω,]
to be discovered, found out, Thuc.