θέτης: Difference between revisions

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1204.png Seite 1204]] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει [[κύριος]] εἶναι ὀνομάτων [[θέτης]], Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1204.png Seite 1204]] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει [[κύριος]] εἶναι ὀνομάτων [[θέτης]], Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.
}}
{{elru
|elrutext='''θέτης:''' ου ὁ [[τίθημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[кладущий]], [[налагающий]]: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;<br /><b class="num">2)</b> юр. [[вносящий залог]], [[вкладчик]] Isae.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θέτης]], ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [[τίθημι]]<br />αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ορίζει [[κάτι]] («[[θέτης]] ὀνόματος» — ο [[ονοματοθέτης]])<br /><b>2.</b> αυτός που υποθηκεύει, που βάζει [[ενέχυρο]].
|mltxt=[[θέτης]], ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [[τίθημι]]<br />αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει [[ξένο]] [[παιδί]] ως δικό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ορίζει [[κάτι]] («[[θέτης]] ὀνόματος» — ο [[ονοματοθέτης]])<br /><b>2.</b> αυτός που υποθηκεύει, που βάζει [[ενέχυρο]].
}}
{{elru
|elrutext='''θέτης:''' ου ὁ [[τίθημι]]<br /><b class="num">1)</b> [[кладущий]], [[налагающий]]: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;<br /><b class="num">2)</b> юр. [[вносящий залог]], [[вкладчик]] Isae.
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέτης Medium diacritics: θέτης Low diacritics: θέτης Capitals: ΘΕΤΗΣ
Transliteration A: thétēs Transliteration B: thetēs Transliteration C: thetis Beta Code: qe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (τίθημι) A one who places, ὀνομάτων θ. name-giver, Pl. Cra.389d. II mortgagor, χωρίων Is.10.24. III adoptive father of a child, Did. ap. Harp.

German (Pape)

[Seite 1204] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει κύριος εἶναι ὀνομάτων θέτης, Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.

Russian (Dvoretsky)

θέτης: ου ὁ τίθημι
1) кладущий, налагающий: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;
2) юр. вносящий залог, вкладчик Isae.

Greek (Liddell-Scott)

θέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) ὁ τιθείς, θ. ὀνόματος, ὁ δίδων ὄνομα, ὀνομάζων, Πλάτ. Κρατ. 389 Ε. ΙΙ. ὁ καταθέτων παρακαταθήκην ἢ ἐγγύησιν, Ἰσαῖ. 82. 18· πρβλ. θέσις ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ θετὸς πατὴρ παιδίου, Φώτ., Ἁρποκρ.· πρβλ. θέσις ΙΙΙ.

Greek Monolingual

θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) τίθημι
αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του
αρχ.
1. αυτός που ορίζει κάτιθέτης ὀνόματος» — ο ονοματοθέτης)
2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο.