μετάχοιρον: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] τό, nachgeborenes Ferkel, Spätferkel, Arist. gen. an. 2 E. H. A. 6, 18. – Bei Poll. 1, 251 auch οἱ μετάχοιροι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] τό, nachgeborenes Ferkel, Spätferkel, Arist. gen. an. 2 E. H. A. 6, 18. – Bei Poll. 1, 251 auch οἱ μετάχοιροι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετάχοιρον:''' τό поросенок-последыш Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετάχοιρον]], τὸ (Α)<br />το οψίγονο [[χοιρίδιο]], δηλ. το [[γουρουνάκι]] που γεννιέται τελευταίο και γι' αυτό [[είναι]] πολύ μικρό και ασθενικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖρος]]. | |mltxt=[[μετάχοιρον]], τὸ (Α)<br />το οψίγονο [[χοιρίδιο]], δηλ. το [[γουρουνάκι]] που γεννιέται τελευταίο και γι' αυτό [[είναι]] πολύ μικρό και ασθενικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:33, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, after-pig, i. e. the smallest, weakest of the litter, Arist.HA573b5, GA749a1:—μετάχοιρα shd. be restored for μετάχοιροι in Poll.1.251.
German (Pape)
[Seite 157] τό, nachgeborenes Ferkel, Spätferkel, Arist. gen. an. 2 E. H. A. 6, 18. – Bei Poll. 1, 251 auch οἱ μετάχοιροι.
Russian (Dvoretsky)
μετάχοιρον: τό поросенок-последыш Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μετάχοιρον: τό, τὸ ὀψίγονον χοιρίδιον, δηλ. τὸ σμικρότατον καὶ ἀσθενέστατον τῶν χοιριδίων, ἐν δὲ τῇ κυήσει ὃ ἂν βλαφθῇ τῶν τέκνων καὶ τῷ μεγέθει πηρωθῇ καλεῖται μετάχοιρον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 27, π. Ζ. Γεν. 2. 8. 24· - μετάχροια ἐπανορθωτέον ἀντὶ τοῦ μετάχοιροι παρὰ Πολυδ. Α΄, 251, πρβλ. ϛʹ, 55., Ζ΄, 187.
Greek Monolingual
μετάχοιρον, τὸ (Α)
το οψίγονο χοιρίδιο, δηλ. το γουρουνάκι που γεννιέται τελευταίο και γι' αυτό είναι πολύ μικρό και ασθενικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χοῖρος.