ποίμνιος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=poi/mnios
|Beta Code=poi/mnios
|Definition=α, ον, [[frequented by flocks]], ἄλση <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>740.5</span> (lyr.).
|Definition=α, ον, [[frequented by flocks]], ἄλση <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>740.5</span> (lyr.).
}}
{{elru
|elrutext='''ποίμνιος:''' [[пастбищный]] (ἄλση Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[ποίμνη]]<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ποίμνιος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος [[κυρίως]] στην Αρκαδία.
|mltxt=-ία, -ον, Α [[ποίμνη]]<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ποίμνιος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος [[κυρίως]] στην Αρκαδία.
}}
{{elru
|elrutext='''ποίμνιος:''' [[пастбищный]] (ἄλση Eur.).
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίμνιος Medium diacritics: ποίμνιος Low diacritics: ποίμνιος Capitals: ΠΟΙΜΝΙΟΣ
Transliteration A: poímnios Transliteration B: poimnios Transliteration C: poimnios Beta Code: poi/mnios

English (LSJ)

α, ον, frequented by flocks, ἄλση E.Fr.740.5 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

ποίμνιος: пастбищный (ἄλση Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ποίμνιος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ ποιμνίων συχναζόμενος, ἄλση Εὐρ. Ἀποσπ. 740.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ποίμνη
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια
2. ως κύριο όν. Ποίμνιος
προσωνυμία του Απόλλωνος κυρίως στην Αρκαδία.