προσεπιλέγω: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] (s. [[λέγω]]), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0761.png Seite 761]] (s. [[λέγω]]), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεπιλέγω:''' [[λέγω]] III] сверх того говорить, добавлять к сказанному Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[ἐπιλέγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο μέσ.) <i>προσεπιλέγομαι</i><br />παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί [[πλέον]], προσεπικαλούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[προσθέτω]] [[κάτι]] στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾶν ὑπομενοῦσιν, εἰ [[πάντως]] τοῦτο κέκριται Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παίρνω]], [[επιλέγω]] περισσότερα («ταῖς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», <b>Διόδ.</b>). | |mltxt=ΝΑ [[ἐπιλέγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο μέσ.) <i>προσεπιλέγομαι</i><br />παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί [[πλέον]], προσεπικαλούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[προσθέτω]] [[κάτι]] στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾶν ὑπομενοῦσιν, εἰ [[πάντως]] τοῦτο κέκριται Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παίρνω]], [[επιλέγω]] περισσότερα («ταῖς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 3 October 2022
English (LSJ)
A say still further, τοῖς εἰρημένοις Thphr.CP1.21.7; ὅτι Plb.21.24.14, cf. Phld.Lib. p.50 O. II Med., pick out or choose besides, D.S.19.6.
German (Pape)
[Seite 761] (s. λέγω), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιλέγω: λέγω III] сверх того говорить, добавлять к сказанному Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιλέγω: λέγω ἔτι περαιτέρω, τοῖς εἰρημένοις Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 7, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω, ἐκλέγω προσέτι, Διόδ. 19, 6.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΑ ἐπιλέγω
νεοελλ.
(μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι
παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾶν ὑπομενοῦσιν, εἰ πάντως τοῦτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.)
2. μέσ. παίρνω, επιλέγω περισσότερα («ταῖς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», Διόδ.).