κερατίζω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κερατίζω]]) [[κέρας]]<br />[[χτυπώ]] κάποιον με τα κέρατα, [[κουτουλώ]] («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῡρος ἄνδρα ἢ γυναῑκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] κάποιον.
|mltxt=(ΑΜ [[κερατίζω]]) [[κέρας]]<br />[[χτυπώ]] κάποιον με τα κέρατα, [[κουτουλώ]] («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῦρος ἄνδρα ἢ γυναῑκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] κάποιον.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτίζω Medium diacritics: κερατίζω Low diacritics: κερατίζω Capitals: ΚΕΡΑΤΙΖΩ
Transliteration A: keratízō Transliteration B: keratizō Transliteration C: keratizo Beta Code: kerati/zw

English (LSJ)

butt with horns: metaph., κ. τοῖς ποταμοῖς LXX Ez.32.2, cf. Ph.1.57: c.acc., gore, ἐὰν κερατίσῃ ταῦρος ἄνδρα LXX Ex.21.28.

German (Pape)

[Seite 1422] mit den Hörnern stoßen; Schol. Theocr. 3, 5; LXX, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτίζω: κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 2), Φίλων 1. 57, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

(ΑΜ κερατίζω) κέρας
χτυπώ κάποιον με τα κέρατα, κουτουλώ («ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῦρος ἄνδρα ἢ γυναῑκα καὶ ἀποθάνῃ», ΠΔ)
αρχ.
καταβάλλω κάποιον.