Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκτυλίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[desarrollar]] τὰν ἕλικα del curso solar, Ti.Locr.97c.<br /><b class="num">2</b> [[envolver]] con gasas el ombligo de un recién nacido, Aët.4.3.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[desarrollar]] τὰν ἕλικα del curso solar, Ti.Locr.97c.<br /><b class="num">2</b> [[envolver]] con gasas el ombligo de un recién nacido, Aët.4.3.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτῠλίσσω:''' [[развивать]], [[развертывать]] (τὰν ἕλικα Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξετυλίγω]] (AM [[ἐκτυλίσσω]])<br />[[ξετυλίγω]], [[ξεδιπλώνω]]<br />[[αναπτύσσω]] [[κάτι]] τυλιγμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εκτυλίσσομαι</i><br />(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, [[παρουσιάζω]] διαδοχικές φάσεις.
|mltxt=και [[ξετυλίγω]] (AM [[ἐκτυλίσσω]])<br />[[ξετυλίγω]], [[ξεδιπλώνω]]<br />[[αναπτύσσω]] [[κάτι]] τυλιγμένο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εκτυλίσσομαι</i><br />(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, [[παρουσιάζω]] διαδοχικές φάσεις.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτῠλίσσω:''' [[развивать]], [[развертывать]] (τὰν ἕλικα Plat.).
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτῠλίσσω Medium diacritics: ἐκτυλίσσω Low diacritics: εκτυλίσσω Capitals: ΕΚΤΥΛΙΣΣΩ
Transliteration A: ektylíssō Transliteration B: ektylissō Transliteration C: ektylisso Beta Code: e)ktuli/ssw

English (LSJ)

unfold, develop, ἕλικα Ti.Locr.97c.

Spanish (DGE)

1 desarrollar τὰν ἕλικα del curso solar, Ti.Locr.97c.
2 envolver con gasas el ombligo de un recién nacido, Aët.4.3.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτῠλίσσω: развивать, развертывать (τὰν ἕλικα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτῠλίσσω: «ξετυλίζω», τὰν ἕλικα ἐκτυλίσσει Τίμ. Λοκρ. 97C.

Greek Monolingual

και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω)
ξετυλίγω, ξεδιπλώνω
αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο
νεοελλ.
μέσ. εκτυλίσσομαι
(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις.