ἐμπύημα: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[absceso interno]], [[empiema]] ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος Hp.<i>Prog</i>.16, cf. 17, 18, <i>Epid</i>.3.1.1, Arist.<i>HA</i> 624<sup>a</sup>17, Aret.<i>SA</i> 1.10.5, ἐμπυήματα χρόνια abscesos crónicos</i> Hp.<i>Art</i>.55, en los riñones, Ruf.<i>Ren.Ves</i>.1.5, en los pulmones, Archig. en Aët.8.73, Gal.7.327, 17(2).793. | |dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[absceso interno]], [[empiema]] ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος Hp.<i>Prog</i>.16, cf. 17, 18, <i>Epid</i>.3.1.1, Arist.<i>HA</i> 624<sup>a</sup>17, Aret.<i>SA</i> 1.10.5, ἐμπυήματα χρόνια abscesos crónicos</i> Hp.<i>Art</i>.55, en los riñones, Ruf.<i>Ren.Ves</i>.1.5, en los pulmones, Archig. en Aët.8.73, Gal.7.327, 17(2).793. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπύημα:''' ατος τό нарыв, гнойник Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και εμπύωμα, το (AM [[ἐμπύημα]] και [[ἐμπύωμα]])<br />[[συγκέντρωση]] πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό [[σημείο]] του σώματος. | |mltxt=και εμπύωμα, το (AM [[ἐμπύημα]] και [[ἐμπύωμα]])<br />[[συγκέντρωση]] πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό [[σημείο]] του σώματος. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:14, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, gathering, abscess, esp. internal, Hp.Prog.18, Epid.3.1.a/, Arist. HA624a17; of the kidneys, Ruf.Ren.Ves.1.5; of the chest, Archig. ap.Aët.8.73, Gal.17(2).793.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. absceso interno, empiema ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος Hp.Prog.16, cf. 17, 18, Epid.3.1.1, Arist.HA 624a17, Aret.SA 1.10.5, ἐμπυήματα χρόνια abscesos crónicos Hp.Art.55, en los riñones, Ruf.Ren.Ves.1.5, en los pulmones, Archig. en Aët.8.73, Gal.7.327, 17(2).793.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπύημα: ατος τό нарыв, гнойник Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπύημα: τό, συνάθροισις πύου, «ὄμπυασμα», ἀπόστημα, ἰδίως ἐσωτερικόν, Ἱππ. Προγν. 41, Ἐπιδημ. τ. Γ΄, 1059, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10.
Greek Monolingual
και εμπύωμα, το (AM ἐμπύημα και ἐμπύωμα)
συγκέντρωση πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό σημείο του σώματος.