ἐλπιστός: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[esperable]] οὔτ' ἂν βουλοίμεθα οὔτε ἐλπιστὸν πάνυ τι no quisiéramos ni sería nada de esperar</i> Pl.<i>Lg</i>.853d, τὸ μέλλον ... ἔστι δοξαστὸν καὶ ἐλπιστόν Arist.<i>Mem</i>.449<sup>b</sup>11.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[esperable]] οὔτ' ἂν βουλοίμεθα οὔτε ἐλπιστὸν πάνυ τι no quisiéramos ni sería nada de esperar</i> Pl.<i>Lg</i>.853d, τὸ μέλλον ... ἔστι δοξαστὸν καὶ ἐλπιστόν Arist.<i>Mem</i>.449<sup>b</sup>11.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλπιστός:''' [[ожидаемый]], [[предвидимый]] (τὸ [[μέλλον]] Arst.): οὐκ ἐ. νοσῆσαί ποτε ἂν ταύτην τὴν νόσον Plat. нельзя ожидать, чтобы он заболел когда-л. этой болезнью.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλπιστός]], -ή, -όν)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ελπίσει ότι θα γίνει, ο προσδοκώμενος.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλπιστός]], -ή, -όν)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να ελπίσει ότι θα γίνει, ο προσδοκώμενος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλπιστός:''' [[ожидаемый]], [[предвидимый]] (τὸ [[μέλλον]] Arst.): οὐκ ἐ. νοσῆσαί ποτε ἂν ταύτην τὴν νόσον Plat. нельзя ожидать, чтобы он заболел когда-л. этой болезнью.
}}
}}

Revision as of 19:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλπιστός Medium diacritics: ἐλπιστός Low diacritics: ελπιστός Capitals: ΕΛΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: elpistós Transliteration B: elpistos Transliteration C: elpistos Beta Code: e)lpisto/s

English (LSJ)

ή, όν, to be expected, Pl.Lg.853d; τὸ μέλλον ἐστὶ δοξαστὸν καὶ ἐ. Arist.Mem.449b11.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
esperable οὔτ' ἂν βουλοίμεθα οὔτε ἐλπιστὸν πάνυ τι no quisiéramos ni sería nada de esperar Pl.Lg.853d, τὸ μέλλον ... ἔστι δοξαστὸν καὶ ἐλπιστόν Arist.Mem.449b11.

Russian (Dvoretsky)

ἐλπιστός: ожидаемый, предвидимый (τὸ μέλλον Arst.): οὐκ ἐ. νοσῆσαί ποτε ἂν ταύτην τὴν νόσον Plat. нельзя ожидать, чтобы он заболел когда-л. этой болезнью.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλπιστός: -ή, -όν, ὁ ἐλπιζόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐλπίσῃ, Πλάτ. Νόμ. 853Ε, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλπιστός, -ή, -όν)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίσει ότι θα γίνει, ο προσδοκώμενος.