ἐρυθροδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux doigts rouges.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθρός]], [[δάκτυλος]].
|btext=ος, ον :<br />aux doigts rouges.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθρός]], [[δάκτυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρυθροδάκτῠλος:''' [[красноперстый]] (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ [[ῥοδοδάκτυλος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρυθροδάκτυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, [[ροδοδάκτυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]].
|mltxt=[[ἐρυθροδάκτυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, [[ροδοδάκτυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρυθροδάκτῠλος:''' [[красноперстый]] (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ [[ῥοδοδάκτυλος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 19:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροδάκτῠλος Medium diacritics: ἐρυθροδάκτυλος Low diacritics: ερυθροδάκτυλος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: erythrodáktylos Transliteration B: erythrodaktylos Transliteration C: erythrodaktylos Beta Code: e)ruqroda/ktulos

English (LSJ)

ον, red-fingered, criticized as unpoet., Arist.Rh.1405b21.

German (Pape)

[Seite 1036] mit rothen Fingern, Arist. rhet. 3, 2, als unpoetischer Ausdruck für ῥοδοδάκτυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts rouges.
Étymologie: ἐρυθρός, δάκτυλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθροδάκτῠλος: красноперстый (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ ῥοδοδάκτυλος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροδάκτυλος: ἔχων ἐρυθροὺς δακτύλους˙ κατακρίνεται ὡς οὐχὶ ποιητικόν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.

Greek Monolingual

ἐρυθροδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, ροδοδάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δάκτυλος.