ἀκεσίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκεσίμβροτος]], ο (Α)<br />αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, <b>Ορφ.</b> Λιθ. 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]]<br />[[πρβλ]]. [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[ἀκεσίμβροτος]], ο (Α)<br />αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, <b>Ορφ.</b> Λιθ. 8).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[βροτός]]<br />[[πρβλ]]. [[τερψίμβροτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον <br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que sana a los hombres]] epít. de Asclepio, Orph.<i>L</i>.8, [[ἄνθος]] Poet.<i>de herb</i>.147.
}}
}}

Revision as of 14:57, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκεσίμβροτος Medium diacritics: ἀκεσίμβροτος Low diacritics: ακεσίμβροτος Capitals: ΑΚΕΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: akesímbrotos Transliteration B: akesimbrotos Transliteration C: akesimvrotos Beta Code: a)kesi/mbrotos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, healing mortals, of Asclepius, Orph.L.8; ἀ. ἄνθος Poet. deherb.146.

German (Pape)

[Seite 71] Menschen heilend, Asklepios, bei Orph. Lith. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεσίμβροτος: [ᾰ], -ον, ὁ θεραπεύων βροτούς, περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 8.

Greek Monolingual

ἀκεσίμβροτος, ο (Α)
αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός
πρβλ. τερψίμβροτος.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que sana a los hombres epít. de Asclepio, Orph.L.8, ἄνθος Poet.de herb.147.