ἐκχρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kxrw/nnumi
|Beta Code=e)kxrw/nnumi
|Definition=[[impart a colour]], ἥλιος σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν <span class="bibl">Theodect.17.2</span>.
|Definition=[[impart a colour]], ἥλιος σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν <span class="bibl">Theodect.17.2</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[colorear]] ἥλιος ... σκοτεινὸν [[ἄνθος]] ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκχρώννῡμι''': ἐπιτεταμ. ἐντὶ τοῦ χρώνυμι: μέλλ. -χρώσω, [[χρώζω]], [[χρωματίζω]] βαθέως: σκοτεινὸν [[ἄνθος]] ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ’ ἀνδρῶν, ἐχρωμάτισε βαθέως τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν μὲ [[χρῶμα]] αἰθάλης, Θεοδέκτης παρὰ Στράβ. 695.
|lstext='''ἐκχρώννῡμι''': ἐπιτεταμ. ἐντὶ τοῦ χρώνυμι: μέλλ. -χρώσω, [[χρώζω]], [[χρωματίζω]] βαθέως: σκοτεινὸν [[ἄνθος]] ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ’ ἀνδρῶν, ἐχρωμάτισε βαθέως τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν μὲ [[χρῶμα]] αἰθάλης, Θεοδέκτης παρὰ Στράβ. 695.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[colorear]] ἥλιος ... σκοτεινὸν [[ἄνθος]] ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.
}}
}}

Revision as of 17:15, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχρώννῡμι Medium diacritics: ἐκχρώννυμι Low diacritics: εκχρώννυμι Capitals: ΕΚΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: ekchrṓnnymi Transliteration B: ekchrōnnymi Transliteration C: ekchronnymi Beta Code: e)kxrw/nnumi

English (LSJ)

impart a colour, ἥλιος σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.

Spanish (DGE)

colorear ἥλιος ... σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ' ἀνδρῶν Theodect.17.2.

German (Pape)

[Seite 787] (s. χρώννυμι), entfärben, Strab. XV p. 695, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχρώννῡμι: ἐπιτεταμ. ἐντὶ τοῦ χρώνυμι: μέλλ. -χρώσω, χρώζω, χρωματίζω βαθέως: σκοτεινὸν ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ’ ἀνδρῶν, ἐχρωμάτισε βαθέως τὰ σώματα τῶν ἀνδρῶν μὲ χρῶμα αἰθάλης, Θεοδέκτης παρὰ Στράβ. 695.