κοττὶς: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοττὶς''': ἢ [[κοτίς]], -ίδος, ἡ, (Δωρ. ἀντὶ κεφαλὴ | |lstext='''κοττὶς''': ἢ [[κοτίς]], -ίδος, ἡ, (Δωρ. ἀντὶ κεφαλὴ Πολυδ. Β΄, 29), ἡ [[παρεγκεφαλίς]], Ἱππ. 468. 29, κτλ.· [[ὡσαύτως]], [[κόττα]] ἢ κόττη, ὑποκορ. κοττάριον, Ἡσύχ.· πρβλ. [[κόττος]]. (Ἐντεῦθεν, [[πρόκοττα]], [[τρόπος]] κουρᾶς τῆς [[κόμης]], καθ’ ἣν ἀφίνετο μὲν μακρὰ κατὰ τὸ [[ἔμπροσθεν]] τῆς κεφαλῆς, ἐκείρετο δὲ βραχεῖα κατὰ τὸ [[ὄπισθεν]], Πολυδ. Β΄, 29· [[ἐντεῦθεν]] καὶ τὸ Λατ. Gotta). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 6 October 2022
Greek (Liddell-Scott)
κοττὶς: ἢ κοτίς, -ίδος, ἡ, (Δωρ. ἀντὶ κεφαλὴ Πολυδ. Β΄, 29), ἡ παρεγκεφαλίς, Ἱππ. 468. 29, κτλ.· ὡσαύτως, κόττα ἢ κόττη, ὑποκορ. κοττάριον, Ἡσύχ.· πρβλ. κόττος. (Ἐντεῦθεν, πρόκοττα, τρόπος κουρᾶς τῆς κόμης, καθ’ ἣν ἀφίνετο μὲν μακρὰ κατὰ τὸ ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς, ἐκείρετο δὲ βραχεῖα κατὰ τὸ ὄπισθεν, Πολυδ. Β΄, 29· ἐντεῦθεν καὶ τὸ Λατ. Gotta).