σκοτοφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο [[σκοτάδι]] («κλίμακες | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο [[σκοτάδι]] («κλίμακες σκοτοφεγγεῖς», Ζώσιμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκότος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἡλιο</i>-<i>φεγγής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 13 October 2022
English (LSJ)
ές, perh darkly glimmering, κλίμακες Zos.Alch. p.108 B.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῖς», Ζώσιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιο-φεγγής].