καθένας: Difference between revisions
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[καθείς]], καθεμιά, καθένα (AM | |mltxt=και [[καθείς]], καθεμιά, καθένα (AM καθεῖς και [[καθείς]], καθεμία, [[καθέν]])<br />(αόρ. αντων.) [[ένας]] - [[ένας]] [[χωριστά]] ή ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]] (α. «[[καθένας]] με τον πόνο του» β. «ὁ [[καθεὶς]] δὲ τῶν [[φίλων]] σκυθρωπῶς ὑπεκρέων», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[πρώτος]] [[τυχών]], [[οποιοσδήποτε]] («μην γίνεσαι όργανο του καθενός»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κοινός]], [[τυχαίος]], [[ευτελής]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[καθείς]] <span style="color: red;"><</span> [[κατά]] με [[σημασία]] επιμεριστική ([[πρβλ]]. <i>εις [[φάλαγγα]] κατ</i>' <i>άνδρα</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>εἷς</i> - <i>μία</i> - <i>ἕν</i>. Μεταπλασμένος τ. του [[καθείς]] [[είναι]] ο τ. [[καθένας]] ([[πρβλ]]. [[χειμών]] > [[χειμώνας]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 13 October 2022
Greek Monolingual
και καθείς, καθεμιά, καθένα (AM καθεῖς και καθείς, καθεμία, καθέν)
(αόρ. αντων.) ένας - ένας χωριστά ή ο ένας μετά τον άλλο (α. «καθένας με τον πόνο του» β. «ὁ καθεὶς δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς ὑπεκρέων», ΠΔ)
νεοελλ.
1. ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε («μην γίνεσαι όργανο του καθενός»)
2. μτφ. κοινός, τυχαίος, ευτελής άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. καθείς < κατά με σημασία επιμεριστική (πρβλ. εις φάλαγγα κατ' άνδρα) + εἷς - μία - ἕν. Μεταπλασμένος τ. του καθείς είναι ο τ. καθένας (πρβλ. χειμών > χειμώνας].