κλεῖτος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> | |mltxt=<b>(I)</b><br />κλεῖτος, τὸ (Α) [[κλειτός]] (Ι)]<br />(στο λεξ. [[Σούδα]]: <i>κλῆτος</i>) ποιητ. τ. [[αντί]] [[κλέος]].<br /><b>(II)</b><br />κλεῖτος, και [[κλίτος]], τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>κλείτεα</i><br />[[κλειτύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]. Η λ. εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>κλει</i>- της ρίζας]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:32, 13 October 2022
English (LSJ)
εος, τό, poet. for κλέος, Alcm. 96, cf. Hsch. s.v. κλειτή ; κλῆτος, Suid.
German (Pape)
[Seite 1448] τό, Ruhm, Alcm. fr. 85 Bergk.
Greek (Liddell-Scott)
κλεῖτος: τό, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κλέος, Ἀλκμὰν 85, πρβλ. Ἡσύχ.· παρὰ Σουΐδ. κλῆτος.
Greek Monolingual
(I)
κλεῖτος, τὸ (Α) κλειτός (Ι)]
(στο λεξ. Σούδα: κλῆτος) ποιητ. τ. αντί κλέος.
(II)
κλεῖτος, και κλίτος, τὸ (Α)
στον πληθ. κλείτεα
κλειτύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας].