πειθαρχώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />[[υπακούω]] στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, [[είμαι]] [[ευπειθής]], [[τηρώ]] την [[πειθαρχία]] (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν [[σιγά]] [[σιγά]] να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]]», Εύπολ.)<br />(για πλοία) [[είμαι]] ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῖς πηδαλίοις», <b>Κρατίν.</b>).
|mltxt=πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />[[υπακούω]] στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, [[είμαι]] [[ευπειθής]], [[τηρώ]] την [[πειθαρχία]] (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν [[σιγά]] [[σιγά]] να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῖ... [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]]», Εύπολ.)<br />(για πλοία) [[είμαι]] ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῖς πηδαλίοις», <b>Κρατίν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 13 October 2022

Greek Monolingual

πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ πείθαρχος
υπακούω στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, είμαι ευπειθής, τηρώ την πειθαρχία (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν σιγά σιγά να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῖ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος», Εύπολ.)
(για πλοία) είμαι ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῖς πηδαλίοις», Κρατίν.).