Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρόχθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(36)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥόχθος]], ΝΜΑ<br />[[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[κυρίως]] η βοή τών κυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παράγωγο του <i>ῥοχθῶ</i> (για το [[επίθημα]] του τ. <b>πρβλ.</b> <i>βρό</i>-<i>χθος</i>, <i>μό</i>-<i>χθος</i>)].
|mltxt=ο / [[ῥόχθος]], ΝΜΑ<br />[[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[κυρίως]] η βοή τών κυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παράγωγο του <i>ῥοχθῶ</i> (για το [[επίθημα]] του τ. <b>πρβλ.</b> <i>βρό</i>-<i>χθος</i>, <i>μό</i>-<i>χθος</i>)].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=βουή). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν κυμάτων. Παράγωγο: ροχθέω-ῶ.
}}
}}

Revision as of 13:55, 14 October 2022

Greek Monolingual

ο / ῥόχθος, ΝΜΑ
θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο του ῥοχθῶ (για το επίθημα του τ. πρβλ. βρό-χθος, μό-χθος)].

Mantoulidis Etymological

(=βουή). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν κυμάτων. Παράγωγο: ροχθέω-ῶ.