ρηξικέλευθος: Difference between revisions
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
(36) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ῥηξικέλευθος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που επιχειρεί με [[τόλμη]] [[κάτι]] το νέο, ο [[καινοτόμος]] («πρότεινε μια ρηξικέλευθη [[λύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥηξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]], [[δρόμος]]»]. | |mltxt=-η, -ο / [[ῥηξικέλευθος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που επιχειρεί με [[τόλμη]] [[κάτι]] το νέο, ο [[καινοτόμος]] («πρότεινε μια ρηξικέλευθη [[λύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥηξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[οδός]], [[δρόμος]]»]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού ἀνοίγει τό δρόμο, ὁ προοδευτικός). Ἀπό τό [[ρήγνυμι]] + [[κέλευθος]] (=[[δρόμος]]). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:00, 14 October 2022
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥηξικέλευθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. αυτός που επιχειρεί με τόλμη κάτι το νέο, ο καινοτόμος («πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση»)
αρχ.
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + κέλευθος «οδός, δρόμος»].
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀνοίγει τό δρόμο, ὁ προοδευτικός). Ἀπό τό ρήγνυμι + κέλευθος (=δρόμος). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρήγνυμι.